- φιλόκρατον
- φῐλό-κρᾱτον, τό, name of aA medicine, Gal. 14.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκρατον — τὸ, Α είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κράτος «δύναμη»] … Dictionary of Greek
φιλοκράτου — φιλόκρατον medicine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)